- χλαινώ
- -όω, Α [χλαῑνα]χλαινίζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλαίνω — χλαινόω cover with a cloak pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χλαινόω cover with a cloak imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχλαινώ — διαχλαινῶ ( όω) (επιτατ. τού χλαινώ*) (Α) περιβάλλω κάποιον με χλαίνη … Dictionary of Greek
καταχλαινώ — καταχλαινῶ, όω (Α) περιβάλλω με χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χλαινῶ «περιβάλλω με χλαίνη, ντύνω» (< χλαῖνα)] … Dictionary of Greek
χλαίνωμα — ώματος, τὸ, Α [χλαινῶ] ένδυμα, περίβλημα … Dictionary of Greek